επικολλητικός

επικολλητικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στην επικόλληση («επικολλητική εργασία»).
επίρρ...
επικολλητικώς
με επικόλληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κολλητικός (< κολλητός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”